- φωναγωγός
- ο, Νναυτ. μεταλλικός σωλήνας, εφοδιασμένος με πωματισμένο επιστόμιο και σφυρίχτρα κλήσεως, που χρησίμευε παλαιότερα για την προφορική επικοινωνία μεταξύ τής γέφυρας και τών διαφόρων διαμερισμάτων τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. voice «φωνή» + pipe «σωλήνας, αγωγός» (πρβλ. φωτ-αγωγός)].
Dictionary of Greek. 2013.